δυσφορῶ

δυσφορῶ
δυσφορέω
to be impatient
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
δυσφορέω
to be impatient
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δυσφορώ — δυσφορώ, δυσφόρησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δυσφορώ — ( έω) (Α δυσφορῶ, έω) 1. αισθάνομαι δυσφορία 2. (για αρρώστους) αισθάνομαι ανησυχία («τῶν δὲ γυναικῶν πολλαὶ δυσφοροῡσι περὶ τὴν κύησιν», Αριστοτ.) αρχ. υπομένω με δυσκολία …   Dictionary of Greek

  • δυσφορώ — δυσφόρησα, στενοχωριέμαι, αισθάνομαι δυσφορία, δυσανασχετώ: Δυσφόρησε με την επίσκεψή μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυσφόρῳ — δύσφορος hard to bear masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • болѣзновати — БОЛѢЗН|ОВАТИ (21), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1.То же, что болѣти в 1 знач.: болѣзнова близь см҃рти но б҃ъ его помилова. (ἠσϑένησε) ПНЧ XIV, 100а; Лазарь же съ гладомь и болѣзнью и пустотою всѩ лѣта брасѩ. не •л҃• и •и҃• лѣ(т) болѣзну˫а. но всю его жизнь.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αγκανάρω — Ι. (ενεργ·) 1. κατηγορώ, συκοφαντώ, διαβάλλω 2. ενοχλώ, ερεθίζω, στενοχωρώ 3. προτρέπω επίμονα, εξαναγκάζω, επιβάλλω παθ. 1. πιέζομαι υπερβολικά για να πετύχω κάτι, καταβάλλω όλες τις δυνάμεις μου 2. δυσφορώ, αγανακτώ, στενοχωριέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αλύσσω — ἀλύσσω (Α) είμαι ανήσυχος, δυσφορώ, έχω αγωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός που συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλύω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλύκη] …   Dictionary of Greek

  • αλύω — ἀλύω και ἀλύω (Α) 1. είμαι βαθιά ταραγμένος, αναστατωμένος ή λυπημένος, βρίσκομαι εκτός εαυτού 2. είμαι πολύ συγκινημένος από χαρά 3. βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω σαστίσει, δεν ξέρω τί να κάνω 4. νιώθω πλήξη, ανία 5. είμαι καταπονημένος 6. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • βαρύνω — (AM βαρύνω) [βαρύς] τονίζω με βαρεία νεοελλ. φρ. «με βαρύνει κάτι» ή «βαρύνομαι με κάτι» έχω κάτι εις βάρος μου (κατηγορία, αδίκημα, παρατυπία κ.λπ.) μσν. Ι. 1. επιρρίπτω ευθύνη σε κάποιον, κατηγορώ 2. χτυπάω 3. έχω βάρος, είμαι βαρύς II.( ομαι)… …   Dictionary of Greek

  • δυσαρεστώ — (AM δυσαρεστῶ έω) προκαλώ σε κάποιον δυσαρέσκεια, τόν κάνω να στενοχωρηθεί νεοελλ. 1. μεσ. ( ούμαι) αισθάνομαι δυσαρέσκεια, στενοχώρια 2. δυσφορώ, θυμώνω, με κάποιον ή κάτι αρχ. δεν ευχαριστούμαι, θεωρώ τον εαυτό μου προσβεβλημένο εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”